-
1 закрепить
закрепить, закреплять 1) (укрепить) στερεώνω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ \закрепить успехи σταθεροποιώ τις επιτυχίες 2) (что-л. за кем-л.) κατοχυρώνω 3) фото φιξάρω* * *= закреплять1) ( укрепить) στερεώνω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώзакрепи́ть успе́хи — σταθεροποιώ τις επιτυχίες
2) (что-л. за кем-л.) κατοχυρώνω3) фото φιξάρω